αλωνισμός

αλωνισμός
ο [αλωνίζω]
1. το αλώνισμα
2. σκληρή μεταχείριση, τιμωρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλώνισμα — το και αλωνισμός, ο [αλωνισμός] (Γεωπ.) η εργασία που γίνεται για να διαχωριστούν οι σπόροι (κόκκοι) από τα στελέχη τών σιτηρών, τών οσπρίων και άλλων σπορελαιούχων φυτών …   Dictionary of Greek

  • αλωνίζω — (Μ ἁλωνίζω) αποχωρίζω με τριβή στο αλώνι τους κόκκους δημητριακών από το περίβλημά τους νεοελλ. 1. διασκορπίζω εδώ κι εκεί, διώχνω βίαια 2. χτυπώ, δέρνω 3. σπαταλώ, ξοδεύω αλόγιστα 4. κάνω άνω κάτω, ενοχλώ 5. τρέχω εδώ κι εκεί, περιφέρομαι 6.… …   Dictionary of Greek

  • αλωνειά — η [αλωνεύω] αλώνισμα, αλωνισμός …   Dictionary of Greek

  • αλόησις — ἀλόησις, η (Α) [ἀλοῶ] 1. αλωνισμός, αλώνισμα 2. η εποχή του αλωνίσματος …   Dictionary of Greek

  • αλώνισμα — αλώνισμα, το και αλωνισμός, ο ο χωρισμός των σπυριών των δημητριακών από τα στάχυα στο αλώνι: Άρχισε το αλώνισμα και δεν έχουμε καιρό για τίποτε άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”